- καταπεζεύω
- καταπεζεύω (AM)μσν.κατεβαίνω από το άλογο, ξεπεζεύω («τὸ καταπεζεῡσαι ἐξ ἵππων καὶ ἀντὶ ἱππότου γενέσθαι πεζόν», Ευστάθ.)αρχ.οδοιπορώ πεζός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πεζεύω «περπατώ, ταξιδεύω με τα πόδια»].
Dictionary of Greek. 2013.